- κατηγόρηση
- η (AM κατηγόρησις) [κατηγορώ]νεοελλ.η αναφορά τού κατηγορήματος προς το υποκείμενομσν.κατηγορία, μομφήαρχ.βεβαίωση, ομολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηγορήσῃ — κατηγορήσηι , κατηγόρησις predication fem dat sg (epic) κατηγορέω speak against aor subj mid 2nd sg κατηγορέω speak against aor subj act 3rd sg κατηγορέω speak against fut ind mid 2nd sg κατηγορέω speak against aor subj mid 2nd sg κατηγορέω speak … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оглаголати — ОГЛАГОЛ|АТИ1 (53), Ю, ЕТЬ гл. Обвинить; оговорить, оклеветать: ни ѥдиномѹ же подобаѥть изгьнанѹѹмѹ еп(с)па ог҃лати. (κατηγορεῖν) КЕ XII, 114б; ˫Ако не достоить злословити мѹжа правьдьна. тако бо прѣмѹдрыи. не люби оглаголати паче правьдьна. СбТр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)